εξαεριώνομαι

εξαεριώνομαι
και εξαεριούμαι, -όομαι
(για στερεά που μεταβαίνουν στην κατάσταση τού αερίου) μετατρέπομαι σε αέριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για νεόπλαστη λόγια λέξη < εξ + αέριο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”